- πρωτοαποστολάριος
- ο, Ν(ως εκκλ. αξίωμα) (παλαιότερα) βλ. πρωταποστολάριος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωταποστολάριος — ο ΝΜ, και πρωτοαποστολάριος Ν εκκλ. εκκλησιαστικό αξίωμα τού οποίου ο κάτοχος είχε ως έργο την ανάγνωση τών επιστολών τών αποστόλων στην Εκκλησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ἀπόστολος + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. αποκρισι άριος] … Dictionary of Greek